Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Ο μάγος


Αγαπητές φίλες και φίλοι, έχω ευχάριστα να μοιραστώ μαζί σας. Το διήγημά μου "Ο Μάγος" πήρε το τρίτο βραβείο διηγήματος στον Δ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη. Το διήγημα αυτό μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω:

Ο μάγος

Ώρες την περίμενε και δεν ερχόταν. Περίμενε μοναχή της, μες στη χαμηλή κάμαρα με το μπουχαρί, με τη σαρμανίτσα στη γωνιά και το μωρό να κλαίει. Το παιδί που έκλαιγε συνέχεια, από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Είχε και δυο κορίτσια, πιο μεγάλα. Τη φαρμάκωνε η πεθερά της κάθε φορά που γεννούσε. “Τζάμπα σ'είπ' η μάνα σ' Αγόρω, μαρή. Ούλου κουρίτσια μας γέμ'σες, να δω τι προίκα θα τσ' φκιάξ'ς”, της είχε πετάξει στα μούτρα με το που τράβηξαν το Λενιώ της από μέσα της, πριν καλά-καλά το πλύνουν και της το δώσουν να το κρατήσει. Και μετά η πεθερά είχε φτύσει στο χωματένιο πάτωμα και είχε φύγει ζώνοντας την ποδιά της, όλο νεύρα για την άχρηστη που πήρε ο γιος της.
Όμως να, είχε έρθει και το παιδί. Χαρά που την είχε. Τη λυπήθηκε ο θεός. Όλοι την ήθελαν τώρα, “δεν ειν' κι ντιπ άχρηστ"”, είχε πει η πεθερά. Και το θήλασε τ' αγόρι της, το λάτρευε σαν τον ήλιο την άνοιξη, το χάιδευε και του τραγουδούσε, το κουνούσε με το πόδι στη σαρμανίτσα, μην το'χει κι όλο αγκαλιά, παιδί πράμα, να το χαλάσει. Αλλά νωρίς η καρδιά της άρχισε να κλείνει, να τρέμει, να κλαίει βουβά. Σαν πολύ να έκλαιγε το παιδί. Σαν να μην μπορούσε να φάει, σαν να ήταν τα μάγουλά του χλωμά, τα μάτια του να μην άνοιγαν.... Και πήγε ο Άντρας στην πόλη με τ'άλογο να μηνύσει του γιατρού να'ρθεί. Δεν ήθελε να έρθει, αλλά ήρθε. Το κοίταξε το παιδί από 'δω, το κοίταξε από 'κει, “ο υιός σας νοσεί. Η νόσος είναι γνωστή ως θαλασσαιμία. Δυστυχώς, δύσκολος η επιβίωσίς του”. Ακούστηκε ο θρηνητικός αλαλαγμός των γυναικών που είχαν μαζευτεί στην αυλή. Να λύνουν τις τσίπες τους και να χτυπιούνται, “πάει, πάει του παιδί”. Πάει το παιδί...πάει το παιδί, το δικό μου το παιδί, το κομμάτι από το σπλάχνο μου, το φως της κάθε ημέρας που ξημερώνει, ο προστάτης μου και η περηφάνεια μου σ' αυτόν το κόσμο που νομίζει ότι είμαι άχρηστη, κι αν γεννήσω κι άλλο και πεθάνει κι αυτό, της Βασλάκαινας ένα παιδί και δυο κορίτσια τής πέθαναν, αν γεννήσω κι άλλο και το χάσω κι αυτό να πεθάνω, να πεθάνω εγώ πρώτα.... Όχι το δικό μου το παιδί.
Ο Άντρας έσκυψε το κεφάλι και βγήκε έξω. Πιο σκυφτός απ'ό,τι χρειαζόταν για να χωρέσει το μπόι κάτω από το κατώφλι του πλινθόκτιστου σπιτιού. Του σπιτιού που είχε μαζευτεί όλος ο μαχαλάς να χτίσει. Την είχε αγαπήσει τη γυναίκα του, την είχε βάλει στο μάτι αλλά δεν της μιλούσε, μην το χαλάσει το κορίτσι, μην είναι μιλημένο και δεν το παίρνει κανείς μετά. Η θεια του τα κανόνισε κι ύστερα οι γονείς, την προίκα, το γάμο. Στην αρχή μέναν όλοι μαζί, με τα παππούδια, μετά ήρθαν οι τεχνίτες απ' το διπλανό κεφαλοχώρι, με τα καλούπια τους και τα εργαλεία τους, μαζεύτηκε κι ο κόσμος, ε τι πανηγύρι είχε γίνει, παιδιά και κορίτσια, μεγάλοι και μικροί, άντρες και γυναίκες, μαζεύαν τη λάσπη και την πλάθαν, να στεγνώσει στον ήλιο και να γίνει πλιθί. Έπειτα ο Άντρας έχτισε το σπίτι, λίγες πέτρες κάτω, χαμηλά, και πάνω σειρά τα πλιθιά. Παλάμισε ψιλό το χώμα στο πάτωμα μέσα, να σαρίζεται καλά, να είναι καθαρό. Παραδίπλα έστησε το κουζινάκι με το μπουχαρί και τη γάστρα του, με την πουλίτσα να βάνει τα εργαλεία του, και το αποχωρητήριο μακριά, όσο πιο μακριά από το σπίτι μπορούσε, να μη βρωμάει. Καλή γυναίκα είχε πάρει. Όμορφη και νοικοκυρά. Κι αυτός καλός ήταν, ωραίος και δουλευτής. Αλλά τώρα....
Έπρεπε να τους είχε ακούσει. Να κάνει το γάμο νύχτα, μην τους δουν οι μά'ισσες και τους δέσουν. Νύχτα δεν πιάνουν τα μάγια. Του το 'λεγαν οι αδερφάδες του, “καλή γυναίκα πήρες, να φοβάσαι τα μά'ια”, μα δεν τις άκουσε. Όλο χαρά χορέψαν στο σπίτι του πεθερού του, στην πλατεία με τους βλάμηδες, κεράσαν τους γύφτους με τα κλαρίνα, ε ρε τι έγινε... Είχαν δίκιο, όμως. Τους πιάσαν τα μά'ια.
Κι η γυναίκα τα ίδια σκεφτόταν. Ήταν εκείνη η καμπούρα, η μισότυφλη, η κουτσή, την είχε κοιτάξει που έμπαινε στο σπίτι της χαρούμενη, με την κοιλιά τούρλα, έτοιμη να γεννήσει το πρώτο το κορίτσι της και τη ζήλεψε, “κουκουβά'ια να λαλήσ' στο σπίτι σ'”, της είχε πει. Κι αυτή γέλασε στα μούτρα της. Νέα, καρπερή, λατρεμένη από τον Άντρα, με το σπίτι τους, το άλογο στο στάβλο, δεν την τρόμαζε η γριά. Η γριά που έδενε τις νύχτες το φεγγάρι.
Σύνορο ήταν το οικόπεδό της με της γριάς. Αυτή κοιτούσε τις δουλειές της – και δεν είχε λίγες. Να ζαλωθεί το μωρό, να πλύνει στη σκάφη στην αυλή, να ζυμώσει, να φτιάξει πίτες, να φουκαλίσει τριγύρω, να φυτέψει και τριανταφυλλιές στους γκαζοντενεκέδες. Πολύ νοικοκυρά, όλοι την καμάρωναν. “Μη κουσεβ'ς τρόιρα, κουρτσάκι μ', καμάτουσες”, της φώναζε η γριά η μονόφθαλμη, που όλα τα έβλεπε, που μάζευε τις παπαρούνες να τις βράσει, να φτιάξει μάκο για να ποτίσουν τα μωρά που κλαίγαν χωρίς σταματημό, για να κοιμούνται ήσυχα. Γιατί κι αυτή έβλεπε. Έβλεπε τον κόσμο που έμπαινε στο σπίτι της γριάς. Να πάρουν το μάκο, να ποτίσουν τα μωρά για να πάνε στα χωράφια, ποιος θα τα κοιτούσε τόσα μικρά, να κοιμούνται όλη μέρα. Αλλά άμα το φτιάχναν μόνοι τους, τα μωρά μπορεί να μην ξυπνούσαν. Η γριά ήξερε πώς να το φτιάξει. Να πάρουν το κοκκαλάκι της νυχτερίδας να το βάλουν στο μαξιλάρι τους τα κορίτσια τους, να είναι τυχερά. Να πάρουν μυστικά τυλιγμένα στο μαντήλι οι παντρεμένες, να τα ρίξουν στον καφέ του Άντρα, να γυρνάει από του μαγαζί πιο νωρίς τα βράδια. Φέρναν και τα παιδιά τους. Τα μικρά, που έκλαιγαν πολύ, γιατί ξεστρίφτηκε ο αφαλός τους. Τα'βαζε η γριά στο κρεβάτι ανάσκελα, έβγαζε την τσίπα και τα τύλιγε, έλεγε τις μυστικές κουβέντες και φεύγαν τα παιδιά ημερωμένα, γελαστά. Κι απ' τη Λάρισα ερχόταν άμα ξεστριβόταν κανένα παιδί, να το φτιάξει η γριά.
Και τώρα την περίμενε. Ο Άντρας ήταν στο μαγαζί, να πίνει τσίπουρο, να πνίξει τη ντροπή για τη συμφορά που τον βρήκε. Ήταν νέοι, ναι, αλλά αυτό ήταν το πρώτο τους παιδί. Κι αν δεν έπιανε άλλο; Αν έκανε μόνο κορίτσια; Μόνο μπελάδες, πανάθεμά τα, κι ας τ' αγαπούσε, ειδικά την πρώτη, που ήταν όμορφη και μυαλωμένη, την κοιτούσε μες στα μάτια κι έλιωνε. Χωρίς παιδί, όμως, τίποτα δεν ήταν, ποιος θα τον βοηθούσε να προικίσει και τα κορίτσια, ήταν φτωχός, τριάντα στρέμματα χωράφια είχε όλα-όλα και αυτά τα ξεπλήρωνε με το δάνειο που πήραν με τον αναδασμό, όταν φύγαν οι τσιφλικάδες. Κολίγας χωρίς παιδί, χειρότερος απ'όλους...
Ήρθε η γριά, μες στη νύχτα. Ναι, μα'ια τους είχαν κάνει, τι ξέρουν οι γιατροί, τίποτα δεν ξέρουν. Αυτή όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ήξερε αυτή τόσο μεγάλα μα'ια να τα λύνει. Μπορούσε να δει ποιο κορίτσι θα παντρευτεί, ήξερε το σερνικοβότανο, να ξεχωρίζει τις καλές τις παπαρούνες, αλλά τα μα'ια αυτά δεν τα 'ξερε. Όμως στο διπλανό χωριό ήταν ένας άλλος, άντρας, μάγος κι αυτός. Τον ξέραν όλοι. Ερχόταν κι απ' την Αθήνα, να τους λύσει τις κακές αρρώστιες. Είχε ένα βιβλίο, αρχαίο, με γραμμένα λόγια μέσα, κρυβόταν μυστικά στο μέσα το δωμάτιο τις νύχτες και το διάβαζε με το κερί. Φορούσε καθαρό πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι πάνω και είχε λεφτά, πολλά λεφτά, αλλά κανείς δεν του τα 'κλεβε γιατί όλοι τον φοβόνταν. Σ' αυτόν να πήγαινε.
Σ'αυτόν και πήγε. Την άλλη μέρα, δεν είχε ξημερώσει καλά, ζαλώθηκε το παιδί και το'κοψε με τα ποδάρια. Στάθηκε έξω από το σπίτι. Είχε τυλιγμένες στο μαντήλι τις λίρες που πήρε τη νύχτα αργά μέσα από το γιούκο, χωμένες κάτω απ’ τα κιλίμια, όταν ο Άντρας κοιμόταν βαριά από το τσίπουρο. Και κίνησε για το διπλανό χωριό. Είχε πάει και στην εκκλησία να ανάψει ένα κερί, αλλά δεν πολυπίστευε ότι κάτι θα κάνει. Είπαμε, καλή ήταν σε όλα, έκανε τα υψώματα όταν γιόρταζε ο άντρας και τα κορίτσια, ζύμωνε τα πρόσφορα, έφτιαχνε τα κόλυβα, ε, πήγαινε και στη λειτουργία αλλά τίποτα δεν καταλάβαινε. Έψελνε παράφωνα ο παπα-Λάμπρος, στεκόταν όλες λίγη ώρα παράμερα, κοιτούσαν ποια έλειπε, λέγανε γιατί, ποιος ήταν άρρωστος, ποιος πέθανε, κανα-δυο κουβέντες ακόμα και μετά κατηφόριζαν στα σπίτια τους. Αλλά ο παπάς ήταν για να θάβει τους πεθαμένους, όχι για να κάνει καλά τους άρρωστους. Δεν ήξερε αυτός τους μυστικούς ρυθμούς της γης, αυτούς που χτυπάνε σα φλέβα τους χειμώνες κάτω από την ομίχλη στα βαλτοτόπια του θεσσαλικού κάμπου, που δένονται με τη λάσπη και τυλίγονται σα δόγκανα στους αστραγάλους των ανθρώπων, που κάνουν τις γυναίκες να πονάνε στις γέννες και να κυβερνάνε τη γη με το αίμα της περιόδου τους, τι να ξέρει κι ο παπάς για την ψυχή της γης που ανασαίνει μες στην κολλώδη ζέστη του εφιαλτικού καλοκαιριού, που οι άνθρωποι μοχθούν να την καρπίσουν ζευγαρωμένοι με τα ζώα τους, δεμένοι στον ίδιο ζυγό, στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια ζωή. Όχι, αυτή τη γη την καρπερή, την κυρίαρχη, την πανταχού παρούσα μόνο οι μάγοι και οι μάγισσες την ήξεραν, μπορούσαν να μαζέψουν τα ματζούνια, να τα γνωρίσουν, να τα παντρέψουν, να τα ποτίσουν στους αρρώστους, στις ανύπαντρες, σ'αυτές που θέλαν να κάνουν παιδιά, σ'αυτές που ήταν στέρφες και καταραμένες. Αυτοί κι αυτές ήταν που αφουγκράζονταν τους πόνους και τον παλμό της ζωής και ξέραν πώς και πότε να την ξεγεννήσουν.
Τον βρήκε. Της άνοιξε την πόρτα. Ήταν άνθρωπος με μάτια σχιστά, μάλλινο γιλέκο, καλό παντελόνι με τσάκιση. Την έβαλε μέσα. Της πήρε τα λεφτά. Της έδωσε ματζούνια, μουρμούρισε κάτι λό'ια και την έδιωξε. Γύρισε σπίτι. Δεν έκλαιγε, δε γελούσε. Το παιδί της πέθανε. Είχαν προλάβει και το βάφτισαν και το έθαψαν στο νεκροταφείο του χωριού. Ο Άντρας είδε ότι έλειπαν οι λίρες, της το είπε, την κοίταξε. Τον κοίταξε κι αυτή.
Τα χρόνια πέρασαν. Η γυναίκα ξαναγέννησε πολλές φορές, και παιδιά, και κορίτσια. Ήταν τυχερή. Κι αυτή κι ο Άντρας.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Θεατρικές παραστάσεις για το Πάσχα

Τις ημέρες του Πάσχα θα μείνουμε φέτος στο σπίτι. Όμορφο δώρο μας κάνει το Θέατρο του Νέου Κόσμου με παραστάσεις του που έχει διαθέσει δωρεάν στο youtube. Θα αναγνωρίσετε γνωστούς ηθοποιούς, κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα, κάποια στοχευμένα για το κοινό εφηβικής και παιδικής ηλικίας. Περισσότερα εδώ.

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Ταινία για το Σαββατοκύριακο

Γι αυτό το Σαββατοκύριακο προτείνω και πάλι μια γαλλική ταινία, βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα το 2008. Αποτυπώνει ρεαλιστικά τις σχέσεις μεταξύ μαθητών και καθηγητών σε μια εργατική συνοικία του Παρισιού. Τίτλος της, "Ανάμεσα στους τοίχους".

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Ραντεβού στο eclass

Υλικό για τα μαθήματα της ασύγχρονης εκπαίδευσης θα αναρτάται πλέον μόνο στην πλατφόρμα του eclass. Το "Φτερό" θα κολυμπάει μαζί μας από δω και στο εξής στα νερά της λογοτεχνίας, της τέχνης, της διασκέδασης.