Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Η ασπίδα του Αχιλλέα

 Κατά τη διάρκεια της τηλεκπαίδευσης και του webex, στο μάθημα της Αρχαιοελληνικής Γραμματείας από Μετάφραση και τη μελέτη της Ιλιάδας, επεξεργαστήκαμε και την ενότητα για την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μας μπορείτε να το παρακολουθήσετε συνοπτικά στο παρακάτω βίντεο.



Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Δημοσίευση: Έμφυλες διαστάσεις στις αφηγήσεις για την Εποχή του Χαλκού στα σχολικά βιβλία Ιστορίας

 Στην ψηφιακή έκδοση των πρακτικών της διημερίδας του 2019 του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα, η οποία είχε διεξαχθεί στη Θεσσαλονίκη, έχω την τιμή να φιλοξενείται το κείμενο της ανακοίνωσής μου για τις έμφυλες διαστάσεις στις αφηγήσεις για την Εποχή του Χαλκού στα σχολικά βιβλία Ιστορίας.

Περίληψη:

Η παρούσα έρευνα είναι μέρος της συζήτησης που εξετάζει την προοπτική του φύλου στα σχολικά εγχειρίδια και εστιάζει στις αρχαιολογικές αφηγήσεις της Εποχής του Χαλκού στα ελληνικά βιβλία της αρχαίας ιστορίας του δημοτικού και του γυμνασίου. Συμβάλλει εξετάζοντας την αναδρομική αναπαράσταση της δημοφιλούς άποψης σχετικά με τη γυναικεία κυριαρχία στον μινωικό πολιτισμό και παρέχει συγκρίσεις με το κεφάλαιο για τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Αυτές οι αφηγήσεις αναλύθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου. Η έρευνα είναι οργανικά ενσωματωμένη σε ένα ευρύτερο πεδίο χρησιμοποιώντας προϋπάρχουσα έρευνα και συμβάλλει σημαντικά σε μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αναπαράσταση του φύλου στα εγχειρίδια ιστορίας.



Διήγημα: “Για τον Αλέξανδρο”

 Διήγημά μου με τίτλο "Για τον Αλέξανδρο" δημοσιεύτηκε στο ψηφιακό περιοδικό fractal στις 26/1/2021. Μπορείτε να το διαβάσετε και παρακάτω:


Τι όμορφο μωρό που ήταν όταν γεννήθηκε! Το πιο όμορφο στην αίθουσα των νεογνών, εκεί που τα βάζουν όλα στη σειρά, μέσα στα κρεβατάκια από διάφανο πλέξιγκλας, και τσιροκοπάνε ή κοιμούνται όλα τακτοποιημένα, ευωδιαστά σαν φρεσκοψημένα ψωμάκια μέσα στα πυρεξάκια τους. Όλα όμορφα λένε ότι είναι οι συγκινημένοι συγγενείς τα νεογνά, εύθραυστα και αδύναμα, με όλη την ελπίδα της ζωής να τα τυλίγει σαν πηχτή, απτή αύρα, να υποχρεώνει τους ενήλικες να τα αγκαλιάζουν με τις μακριές φτερούγες τους, να τα υπηρετούν και να τα θρέφουν και να τα προστατεύουν και να τα νοιάζονται και να τα νανουρίζουν και η φροντίδα κι η αγάπη τελειωμό να μην έχουν. Εδώ που τα λέμε, όμως, δε γεννιούνται όλα τόσο όμορφα, μερικά έχουν κεφάλι σαν οβίδα, άλλα έχουν ξηροδερμία, άλλα είναι σταφιδιασμένα, άλλα μελανά γιατί, η αλήθεια να λέγεται, η διαδικασία της γέννησης είναι επώδυνη και για τη μάνα αλλά και για το βρέφος. Παίρνει βδομάδες να συνέλθει και να ανθρωπέψει, να αρχίσουν να φαίνονται τα χαρακτηριστικά του. Αλλά αυτός… αυτός ήταν πανέμορφος από γεννησιμιού! Από την πρώτη στιγμή που ανέπνευσε το οξυγόνο ήταν δυνατός και ροδαλός. Τι γρήγορα και δυνατά που έκλαψε, τι στρογγυλό που ήταν το μουτράκι, τι πυκνά που ήταν τα μαλλιά του, ξανθά και μεταξένια. Το αγοράκι αυτό το είχε προικίσει η φύση με δύναμη, ομορφιά και υγεία. Είχε ξετρελάνει τις νοσοκόμες, που έβλεπαν δεκάδες μωρά το μήνα. Ειδικά στο δημόσιο νοσοκομείο, υπήρχε και μεγάλη ποικιλία προέλευσης, από προσφυγοπούλες και τσιγγάνες μέχρι πελάτισσες των γιατρών που έπιαναν τα δίκλινα. Και ο Αλέξανδρος ήταν από τα πιο όμορφα που είχαν δει τα μάτια τους.

Η μάνα του ήταν νέο κορίτσι. Ξανθιά και γαλανομάτα, μια σλαβική δίμετρη κουκλάρα που ενέσκηψε ως θεά στη χώρα των μαυριδερών νοτιοβαλκανίων και των – σχεδόν - στεατοπυγικών γυναικών τους, όπου βρέθηκε ακολουθώντας το μεταναστευτικό ρεύμα της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, προκαλώντας θύελλες πάθους και λαγνείας στο εφηβικό της πέρασμα. Λαγνεία και πάθος ένιωσε μοιραία και η ίδια, πράγμα εντελώς φυσικό και αναμενόμενο, μιας και η νιότη κάνει τους χυμούς να τρέχουν στα κορμιά και τις φλέβες των ανθρώπων και, ενίοτε, έως ανησυχητικά συχνά, να θολώνουν την κρίση προκαλώντας εκείνη την προσωρινή, χημική παραφροσύνη που έχουμε μάθει να δοξάζουμε ως έρωτα. Ερωτεύτηκε, λοιπόν, παράφορα έναν αντίστοιχα προικισμένο νέο, ο οποίος έβγαζε το χαρτζηλίκι του δουλεύοντας ως “πόρτα” σε νυχτερινά μαγαζιά, τουτέστιν έκανε και τον μπράβο για το αφεντικό και στη συνέχεια, όταν τεκμηριώθηκε η εχεμύθεια και το μπεσαλίκι του, το παιδί για όλες τις δουλειές, αλλά τις σημαντικές, αυτές που το αφεντικό εμπιστευόταν σε λίγους. Ήταν κούκλος, ήταν στο επίκεντρο των πραγμάτων, είχε αυτοκινητάρα, στα μαγαζιά τα βράδια τους ξέραν και τους καλοδέχονταν όλοι. Ήταν το λαμπερό ζευγάρι που όλοι χαζεύουν. Τα είχαν όλα.

Όλα. Και μαύρα, και άσπρα, και εμφιαλωμένα, και τα καινούρια, και τα κρυσταλλικά, και ό,τι τραβούσε η ψυχή τους. Αλλά έμπλεξαν με απαιτητική ερωμένη. Η πρέζα τους ρούφηξε. Σε δυο χρόνια μαράζωσαν, κύρτωσε το κορμί τους, αραίωσαν τα μαλλιά τους, στέγνωσε η ψυχή τους. Κατάφερναν και ξέκοβαν πού και πού, για μικρά διαστήματα, έμπαιναν σε στεγνά προγράμματα απεξάρτησης, άλλες φορές στη μεθαδόνη, σιχάθηκαν ο ένας τον άλλο και τον κόσμο ολόκληρο. Εν τω μεταξύ, είχαν έρθει και τα παιδιά. Άλλα στις μέρες της δόξας, άλλα στις μέρες της παρακμής. Τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Πέντε παιδιά, προικισμένα από τη φύση. Να μεγαλώνουν χωρίς γονείς, σαν τα χορταράκια στα ρείθρα των πεζοδρομίων.

Ευτυχώς είχαν το ένα το άλλο. Ο μεγαλύτερος έγινε στοργικός και προστατευτικός με τα μικρότερα. Όχι ότι είχαν και μεγάλη διαφορά ηλικίας, ενάμιση με δύο χρόνια το πολύ. Ο πατέρας φευγάτος, πού και πού επέστρεφε. Μια γιαγιά και κάτι συγγενείς φρόντιζαν τα μικρά όσο μπορούσαν. Όσο άντεχαν. Γιατί η πρέζα τους έσπρωχνε σαν κύμα κι αυτούς μακριά. Δεν είναι ναρκωτικό όπως λέει ο κόσμος, όχι, η πρέζα είναι μια ύπαρξη που έρχεται και καταλαμβάνει το σώμα σου και το τρώει από μέσα και το ρουφάει και έχει όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις. Σου δίνει στην αρχή, σου δίνει λησμονιά, μια γαλήνη και μια λαχτάρα σαν ζεστό κύμα να κατακλύζει το κορμί σου ξεχειλίζοντας από το βάθος των σωθικών σου, δυνατό, βελούδινο και γλυκό σαν πρώτος έρωτας, σαν την πρώτη φορά που μαθαίνεις να αγαπάς και να οσμίζεσαι το κορμί ενός άλλου ανθρώπου και να ενώνεσαι μαζί του ώστε να μην ξεχωρίζει η ύπαρξη του ενός από το άλλο, αλλά πιο απόλυτα, πιο καταιγιστικά, σαν λευκή καταιγίδα. Και μετά σου τα παίρνει. Κάθε φορά και περισσότερο. Και σουτάρεις πιο πολύ για να το ξαναβρείς, και μετά πιο πολύ και πιο πολύ, απλά και μόνο για να βρεις τη δύναμη και να πας να βρεις το επόμενο φιξάκι και δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο, ούτε να πλυθείς, ούτε να φας, ούτε πού μένεις. Τα υπόλοιπα είναι μια παρένθεση. Ακόμα και τα παιδιά σου. Γιατί το ανθρώπινο σώμα είναι ο ναός της ψυχής, και αν την ψυχή σου την έχει κουρσέψει η χημεία και τον ναό τον έχει πλημμυρίσει ο βούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει εκεί μέσα τίποτε άλλο. Μόνο όταν βγάζεις για λίγο το κεφάλι σου στην επιφάνεια και βλέπεις πού βρίσκεσαι, κλείνεις τα μάτια και χώνεσαι βαθύτερα. Γιατί δεν αντέχεις την εικόνα σου την ίδια.

Εκεί έμενε η μάνα του Αλέξανδρου. Στον πλημμυρισμένο ναό της. Και τα παιδιά σε ένα ίδρυμα, πολύ μακριά. Όμως όλα μαζί. Οι συγγενείς, που πίστευαν στην οικογένεια, φρόντιζαν να είναι πάντα όλα μαζί. Ο πατέρας ήταν αλλού, σε άλλη πόλη, μακριά. Κάποια στιγμή η μάνα ούρλιαζε μέσα στον καταποντισμένο εαυτό της και αναζητούσε τα παιδιά της. Δεν μπορούσε να έχει την επιμέλεια ο πατέρας, ήταν και όμορφα, και τα αγόρια και τα κορίτσια, αυτός έκανε παρέα με πολλούς, το μάτι τους ήταν πονηρό, τα πονούσε τα παιδιά της, δεν τα ήθελε δουλάκια. Κέρδισε την επιμέλεια να τα έχει κοντά της αλλά, τι τα θες, δεν ήταν πια για πολλά, το καράβι της είχε τσακιστεί στα βράχια. Τα παιδιά μπαινόβγαιναν στα ιδρύματα και στις δομές φιλοξενίας, η μάνα μπαινόβγαινε στο ψυχιατρείο και στις πιάτσες, η ζωή δεν είναι για όλους διαφήμιση με κυριακάτικα πρωινά στη λιακάδα. Και τα παιδιά μεγάλωναν όλα μαζί. Όμορφα, ψηλά, μελένια και γαλάζια σαν ρώσοι ευγενείς. Έτσι τα είχε προικίσει η φύση.

Όμως οι άνθρωποι είχαν αποφασίσει αλλιώς. Τα δώρα της φύσης είναι εμφανή στην όψη και στην ομιλία, αλλά ο καθένας έχει μια θέση σ’ αυτή τη ζωή και οι υπόλοιποι του φέρονται ανάλογα μ’ αυτή. Ο Αλέξανδρος, για παράδειγμα, κάποια στιγμή έμεινε μόνος του. Επιπλέον, ήταν και ολοφάνερα απροστάτευτος. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σκάρτοι, όχι, τα φρόντισαν τα παιδιά οι υπηρεσίες, δεν τα άφηναν στο δρόμο. Αλλά γονείς δεν γίνονται οι υπάλληλοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί. Και οι νόμοι έχουν και παράθυρα και γκρίζες ζώνες. Κάπως έτσι, τα μικρότερα κατέληξαν πάλι στο ίδρυμα, μετά από ένα μικρό διάστημα που πέρασαν φιλοξενούμενα του πατέρα, όταν η μάνα κάπου είχε χαθεί, το οποίο έληξε με την κινηματογραφική, ένοπλη καταδίωξη των μεγαλύτερων από τα φιλαράκια του μπαμπά στα χωράφια και τους αγρούς, έξαλλοι που είχε χαθεί από το τραπέζι της κουζίνας μια σακούλα κόκα. Ο Αλέξανδρος, όμως, κόντευε τα δεκαοκτώ. Θα τα έκλεινε σε δεκατρείς μήνες. Ο εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι, σχεδόν ενήλικος, δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα μικρότερα σε δομή ανηλίκων. Κι έμεινε να αιωρείται ανεπιθύμητος στο παιδοψυχιατρικό τμήμα των μεγάλων νοσοκομείων της πόλης – οι παραισθήσεις του είχαν τεκμηριωθεί όταν κατήγγειλε στην αστυνομία ότι ο πατέρας του τον κυνηγούσε να τον σκοτώσει, χωρίς να εμπλέξει τα μικρότερα αδέλφια του στην ιστορία. Ήταν μεγαλύτερος, άλλωστε, έπρεπε να τα προστατεύσει. Ασφαλώς και δεν έγινε κάτι τέτοιο, κύριε αστυνόμε, το παιδί είναι τρελό, με ξέρετε από παλιά, από τότε που τα πίναμε παρέα, κλείσιμο ματιού, συνωμοτικό γελάκι, τι ωραία που περνούσαμε, η σύζυγος πώς είναι, τα παιδιά;

Ήταν όμορφος. Ο πιο όμορφος απ΄όλους. Στο νοσοκομείο στο οποίο κατέληξε έγκλειστος στο παιδοψυχιατρικό δεν πέρασε απαρατήρητος. Δεχόταν επισκέψεις τα βράδια. Προσπάθησε να ξεφύγει. Έσπασε το πόδι του. Ήταν, πια, εγκλωβισμένος. Δεν μπορούσε να τρέξει, να παλέψει. Amber alert στις ειδήσεις, αγνοείται. Τι παράξενο, ο συναγερμός σήμανε οκτώ μέρες αφότου εξαφανίστηκε. Τον έψαχναν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Δώδεκα μέρες μετά, βρήκε το πτώμα του ένας περαστικός που είχε βγάλει βόλτα τα σκυλιά του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια ανοιχτά, δίπλα σε ένα χωματόδρομο, σαν να τον είχε ξεφορτώσει κάποιος από αυτοκίνητο και τον έσυρε στην άκρη τραβώντας τον από τα πόδια. Μέσα από την περίφραξη του νοσοκομείου. Δεν είχε καταφέρει να βγει έξω ποτέ, κείτονταν σε ένα απομονωμένο σημείο, μέσα στα δέντρα, κοντά στον φράχτη. Παρότι χιόνιζε τις προηγούμενες μέρες, ο Αλέξανδρος δεν φορούσε μπουφάν. Τον έψαχναν σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά μέσα στην περίφραξη του χώρου από τον οποίο ήθελε να ξεφύγει δεν τον αναζήτησε κανείς.

Μετά εισαγγελείς, ιατροδικαστές, δημοσιογράφοι, δηλώσεις. Είχε πεθάνει από το κρύο, βέβαια, είχε παραισθήσεις, ασφαλώς. Έμεινε να διαμαρτύρεται ο εκπρόσωπος του Χαμόγελου του Παιδιού και μια κοινωνική λειτουργός. Να λένε τα προφανή. Τα οποία κανείς δεν τολμούσε να αποδεχτεί, για ποιον λόγο άλλωστε, το παιδί δεν ήταν γνωστός ή συγγενής κανενός, δεν τον είχε αναζητήσει κανείς, άσε που δεν ήξεραν με ποιους θα έμπλεκαν, ποιοι δεν ήθελαν να μαθευτεί ότι είδαν, ότι γνώριζαν, ότι είχαν απλώσει το χέρι τους για να χαϊδέψουν το παιδί που είχε παραπέσει στα πόδια τους.

Στην κηδεία ήταν λίγοι άνθρωποι. Η αδελφή του ούρλιαξε όρθια, περήφανη και ανήμπορη, μπροστά στον τάφο και κατέφυγε στην ύστατη ελπίδα των αδύναμων για δικαιοσύνη: καταράστηκε τους φονιάδες. Μετά φτυάρισαν το χώμα στο φτηνό φέρετρο, οι συγγενείς έσκυψαν το κεφάλι και αποχώρησαν, κάποιοι μουρμουρίζοντας ότι ίσως, τελικά, το παιδί να ήταν πράγματι τρελό. Γιατί αν δεν ήταν, θα έφταιγαν κι αυτοί, θα φταίγαμε όλοι που κατέληξε σ’ ένα λάκκο πριν κλείσει τα δεκαοκτώ. Κι εμείς δε φταίμε, δεν κάναμε κανένα λάθος εμείς, έτσι δεν είναι;


"Ανέστης και Γρηγόρης": διήγημα στον συλλογικό τόμο "Οι εκπαιδευτικοί γράφουν"

 Στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Οι εκπαιδευτικοί  γράφουν" φιλοξενήθηκε το διήγημά μου "Ανέστης και Γρηγόρης". 

Το διήγημα αυτό αξιοποιήθηκε σε τάξεις γυμνασίου και λυκείου από τους καλούς συναδέλφους Ελένη Παπαδοπούλου και Πανταζή Μητελούδη.

Μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω.













Ωραίο ήταν το απόβραδο στη Χαλκιδική. Μακριά από τον καύσωνα της πόλης, κάτω από τα πεύκα, δίπλα στο κύμα, με τις μυρωδιές της αλμύρας και του δέντρου, τους ήχους των τζιτζικιών, το γλυκό, σαμιώτικο κρασί να ζαλίζει τη σκέψη μας μετά τις βουτιές στα σμαραγδένια, εξωτικά νερά που ευλογηθήκαμε να επισκεπτόμαστε μέσα σε μια ώρα με το αυτοκίνητο από το σπίτι μας. Ήμασταν μεγάλη παρέα, φίλοι, κουμπάροι, με τα παιδιά και τα κατοικίδιά μας, είχαμε επισκεφθεί παλιό συμφοιτητή που εγκατέλειψε το αντικείμενο των σπουδών του, δόθηκε ολόψυχα στη δουλειά που κληρονόμησε από τον πατέρα του και πρόκοψε. Μας είχε καλέσει να καμαρώσουμε κι εμείς το νέο resort που εγκαινίασε, έτσι το έλεγε, resort, τον κοροϊδεύαμε λίγο, αλλά με αγάπη, όπως παλιά, γιατί προτιμούσε τον αγγλικό όρο και όχι τον ελληνικό, αφού υπήρχε μια χαρά λέξη, θέρετρο, “Το θέρετρο μου θυμίζει φέρετρο, είναι μακάβριο και αντιεμπορικό”, απαντούσε ετοιμόλογος. Γελούσαμε. Όμορφο δειλινό, γλυκό, άπλωνε η καρδιά μας στην αγάπη και τη θαλπωρή των ανθρώπων που γνωρίζονται από παιδιά, από τότε που δεν είχαν βγει ακόμα από τη χρυσαλλίδα τους και ύφαιναν τα φτερά τους με ζαλισμένες, ολονύχτιες φιλοσοφικές αναζητήσεις για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα.

Μια τέτοια κουβέντα ξεκίνησε φυσικά, ανάμνηση αντανακλαστική παλιών συνηθειών, και κείνο το ζεστό βραδάκι, που όλες οι ενήλικες έννοιες για λίγο ξεχάστηκαν, μουδιασμένες στην ομορφιά της στιγμής. Την αφορμή την έδωσε ένα νέο μέλος της παρέας, συνεργάτης του παλιού μας φίλου, ο Ανέστης. Δεν ήταν καλοκαιρινός εκδρομέας σαν κι εμάς, όχι, για δουλειά είχε έρθει και κάθισε μαζί μας για λίγο. Ευχάριστος άνθρωπος, ευγενικός, αν και βαρύς και μετρημένος. Πάνω στο δεύτερο κρασί που μοιράστηκε μαζί μας ήρθε και λίγο φαγητό και η επιμονή του φίλου μας να μην τον αφήσει να οδηγεί νύχτα για να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, ας διανυκτέρευε στο resort, κρεβάτια υπήρχαν. Κι έτσι μείναμε να αμπελοφιλοσοφούμε για το πόσο καθοριστικό είναι το περιβάλλον και τα βιώματα στην πορεία ενός ανθρώπου σε σχέση με την κληρονομικότητα. Με θεωρίες και παραδείγματα από τον μισό αιώνα ζωής που είχαμε ζήσει. Ξεκινήσαμε πιο επιστημονικά και αποστασιοποιημένα και καταλήξαμε, όπως τότε, στα πρώτα χρόνια της νιότης μας, να κάνουμε μισομεθυσμένες προσωπικές εξομολογήσεις, τις οποίες, πλέον, γνωρίζαμε όλοι μας λίγο-πολύ.

Ο Ανέστης μας άκουγε σιωπηλός. Στην αρχή μας κοιτούσε εξεταστικά έναν-έναν, μετά άναψε τσιγάρο – παλιά και ξεχασμένη συνήθεια, όπως είπε – και ατένιζε τη μαύρη θάλασσα. “Σε κουράσαμε με την πολυλογία μας”, είπε η ευγενικότερη της παρέας, “ποια είναι η δική σου γνώμη;”. Όλοι τον προέτρεψαν με ενθουσιασμό να συμβάλει με τις προσωπικές του αναμνήσεις στο θέμα, για να δούμε προς τα πού θα έκλεινε η ζυγαριά με μια φρέσκια ετυμηγορία.

Στην αρχή αρνήθηκε. Από συστολή, υποθέσαμε, και από γαλαντομία και μεθυσμένο ενθουσιασμό επιμείναμε, παρά τις προειδοποιήσεις του ότι θα βάραινε η ατμόσφαιρα, χωρίς να έχει συνεισφέρει τίποτα στο δίλημμα “περιβάλλον ή κληρονομικότητα”. Γιατί ο Ανέστης ήταν ορφανός. Είχε μεγαλώσει στο ίδρυμα του Άγιου Στυλιανού στον Πειραιά, όπου τον είχε παραδώσει πριν κλείσει τα δυο του χρόνια μια ηλικιωμένη γυναίκα. Εκεί έζησε μέχρι τα 18 του, όχι πολύ άσχημα, όχι πολύ καλά, είχε στέγη, φαγητό, δυο ρούχα, πήγαινε στο σχολείο. Αυτά. Μετά πήγε φαντάρος. Όπως είπε, ύστερα άρχισαν τα δύσκολα. Γιατί όσο βρισκόταν εντός του αυλόγυρου ενός ιδρύματος, είτε ορφανοτροφείο, είτε στρατόπεδο ήταν αυτό, υπήρχε ένα δομημένο, καθορισμένο περιβάλλον, με τις βασικές του ανάγκες λυμένες. “Μιλάτε για τις ψυχολογικές σας ανάγκες. Τώρα σας νιώθω, τώρα έχω κι εγώ σπίτι, δουλειά, οικογένεια, όμως όταν απολύθηκα από το στρατό το βασικό μου πρόβλημα ήταν η επιβίωση”. Δεν είχε μάθει ποτέ ποιοι ήταν οι γονείς του, ούτε καν το όνομα της γυναίκας που τον είχε παραδώσει στο ίδρυμα ή τι σχέση είχε με αυτή, αν ήταν συγγενής, γειτόνισσα ή απλά μια άγνωστη που τον είχε περιμαζέψει. Τον απασχολούσε όσο ήταν στο ορφανοτροφείο, αλλά μόνο λίγο, μοιραζόταν την ίδια άγνοια για την καταγωγή του και με άλλα παιδιά, άλλωστε κάποιοι άτυχοι φίλοι του (έτσι τους αποκάλεσε) μπαινόβγαιναν στο ίδρυμα γιατί ο ένας ή και οι δύο γονείς τους τους πετούσαν εκεί σαν ανεπιθύμητους, γιατί δεν είχαν τη θέληση ή δεν ήταν σε θέση να τους αναλάβουν. Μετά τον στρατό δεν πρόλαβε να ασχοληθεί με το ζήτημα, το πρόβλημα της επιβίωσης ήταν πιο άμεσο. Κοιμήθηκε σε παγκάκια και σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, έκανε κάθε είδους χαμαλίκια, τελικά κατάφερε να βρει δουλειά σε μια μικρή αντιπροσωπεία εισαγωγής επαγγελματικού εξοπλισμού για επιχειρήσεις εστίασης, δηλαδή όχι μία μόνο, το παιδί για όλες τις δουλειές ήταν. Στο τέλος η ζωή του πήρε τη ρόδινη εξέλιξη ελληνικής ταινίας, παντρεύτηκε την κόρη του αφεντικού του, ανέλαβε την επιχείρηση, έκαναν παιδιά, “και να με τώρα εδώ, μαζί σας, ισάξιος και αξιοπρεπής, το παιδί που κοιμόταν στις εισόδους των πολυκατοικιών και ξυπνούσε χαράματα, πριν το διώξουν με τις κλωτσιές οι ένοικοι που ξεκινούσαν νωρίς για τη δουλειά τους. Και, καθώς δεν γνωρίζω τους γονείς μου, δεν μπορώ να πω αν με βοήθησε το γονίδιο ή τα βιώματά μου στη ζωή”, κατέληξε με την καλή προαίρεση ανθρώπου που στο τέλος τα κατάφερε και δεν του έχουν μείνει πικρίες – τουλάχιστον όχι πολλές.

“Αλλά πώς και δεν σε υιοθέτησε κάποια οικογένεια;”, ακούστηκε η λάθος ερώτηση πάνω που όλοι είχαμε χαλαρώσει με τον άδολο επίλογο του Ανέστη. Βέβαια, είχε γίνει μια απόπειρα. Μια ψυχολόγος που τους παρακολουθούσε στο ίδρυμα τον είχε συμπαθήσει πολύ. Τον αγαπούσε, έτσι του έλεγε. Και επειδή είχε ήδη ένα μοναχογιό, δυο χρόνια μικρότερο από τον ίδιο, και δεν σκόπευε να κάνει άλλο παιδί αποφάσισε να τον υιοθετήσει. Είχε ολοκληρώσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες, του είχε βάλει δεύτερο κρεβάτι στο ίδιο δωμάτιο με τον βιολογικό της γιο, του έδειχνε φωτογραφίες από το σπίτι της, του διηγούνταν τις προετοιμασίες και περίμεναν με αγωνία την ημέρα που θα τον έπαιρνε στο σπίτι, στο σπίτι τους, όπως έλεγε η ίδια. Ήρθε και η μέρα, 18 Απριλίου ήταν, λίγο πριν το Πάσχα, και ο Ανέστης περίμενε στην είσοδο του ιδρύματος, με τα καλά του, με τη βαλιτσούλα του, καλοχτενισμένος, με την καρδιά του να σπάει από την αγωνία. Η ψυχολόγος ήρθε. Τον πήρε από το χεράκι, τον κάθισε στο καναπεδάκι της υποδοχής και του εξήγησε ότι η υιοθεσία δεν μπορούσε να γίνει, γιατί ο γιος της είχε αλλάξει γνώμη. Δεν ήθελε αδελφό. Και η μητέρα του, η ψυχολόγος, έπρεπε να το σεβαστεί. Καταλάβαινε ο Ανέστης, έτσι δεν είναι; Ο Ανέστης, που ήταν οκτώ χρονών.

“Η λέξη συντριβή είναι λίγη για να περιγράψει το πώς αισθάνθηκα. Εσείς, της φιλοσοφικής, ίσως να βρείτε πιο κατάλληλες λέξεις. Επίσης, για πολλά χρόνια τους μισούσα βαθιά, και τη μάνα, και το παιδί της. Το μίσος είχε σταλάξει μέσα στην ψυχή μου. Με σκλήρυνε. Και ίσως ήταν αυτό που με ατσάλωσε και δε λύγισα όταν δεν είχα να φάω, το μίσος για αυτούς του ανθρώπους που με έκαναν να ελπίζω χωρίς να τους το ζητήσω και με πέταξαν σαν το αδέσποτο όταν είχα ανοίξει την καρδιά μου και τους είχα παραδοθεί. Ίσως γι αυτό πάλεψα, ίσως γι αυτό κατάφερα να είμαι τώρα εύπορος, επαγγελματίας, οικογενειάρχης. Γιατί μου χαράκωσε την ψυχή η αδικία. Και σκεφτόμουν ότι όταν μια μέρα τους βρω και τους ξαναδώ, θέλω να είμαι όρθιος και περήφανος. Αυτούς, μάνα και γιο, θέλω να τους ξαναδώ. Αυτούς τους άκαρδους, εγωιστές ανθρώπους που μου φέρθηκαν σαν να ήμουν άψυχο παιχνίδι που το βαρέθηκαν πριν καν παίξουν μαζί του. Τους γονείς μου, όχι, δεν με νοιάζει, μπορεί και να είχαν πεθάνει όταν ήμουν μωρό, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά αυτή η μάνα και ο γιος ήταν τα τέρατα της δικής μου ζωής”.

Και κάπως έτσι η χαλαρή βραδιά έλαβε τέλος. Με τη συνειδητοποίηση ότι οι θεωρητικές μας συζητήσεις ωχριούσαν μπροστά στη βιωμένη πάλη της αληθινής ζωής.

Την επόμενη μέρα δεν ακολούθησα την παρέα στην παραλία. Πολύτεκνη μάνα, έμεινα στη σκιά για να φροντίσω το μικρότερο, το στερνοπούλι, το συναχωμένο μου. Ήρθε ο Ανέστης να μου κάνει συντροφιά, μέχρι να τελειώσει ο μεταφορέας που είχε προσλάβει προσωρινά η εταιρεία του, ο Γρηγόρης, το ξεφόρτωμα των καινούριων συσκευών για την κουζίνα του θέρετρου. Πίναμε καφέ και, δειλά, ψελλίζαμε κάποια σχόλια για τη συζήτηση της προηγούμενης νύχτας, να ξορκίσουμε την αμηχανία που ακολουθεί μετά τις εξομολογήσεις μεταξύ άγνωστων ανθρώπων. Τη λέξη “ψυχολόγος” άκουσε και ο Γρηγόρης που είχε σταθεί λίγο παραπίσω να ξαποστάσει και μπήκε στην κουβέντα. “Ψυχολόγος ήταν και η μάνα μου. Δύσκολο επάγγελμα. Η πιο αστεία ιστορία, όμως, είναι που κόντεψε να μου φέρει και αδελφό, να υιοθετήσει ένα ορφανό από τον Άγιο Στυλιανό, στον Πειραιά, εκεί δούλευε. Τελευταία μέρα πριν τον πάρει, άρχισα να κλαίω εγώ, να χτυπιέμαι, δεν τον θέλω, δεν το θέλω, ε, δεν μου χαλούσε χατίρι η μάνα μου, δεν τον πήραμε τελικά”, είπε χαλαρά, γελώντας, ο Γρηγόρης. Κοιταχτήκαμε άφωνοι με τον Ανέστη. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Γρηγόρης άλλαξε θέμα, τον ρωτούσε αν θα τον ξαναέπαιρνε στη δουλειά, πότε, ότι ήταν στη διάθεσή του. Ο Ανέστης έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του και του το έχωσε στη χούφτα. Γύρισε την πλάτη, μπήκε στο αμάξι και έφυγε αμίλητος. Ο Γρηγόρης κοίταξε χαρούμενος το φιλοδώρημα. Ήταν πενήντα ευρώ.




«Σχολικά βιβλία Ιστορίας και κριτική ανάλυση λόγου»: σύγγραμμα ελεύθερο στο διαδίκτυο

 Ελεύθερα διατίθεται στο διαδίκτυο από το www.openbooks.gr η μελέτη "Σχολικά βιβλία Ιστορίας και Κριτική Ανάλυση Λόγου. Οι Αλβανοί ως γείτονες του 'ανάδελφου έθνους'".

Περίληψη:

Η παρούσα έρευνα μελετά το Λόγο των σχολικών εγχειριδίων Νεότερης Ιστορίας της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Στ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου) που χρησιμοποιήθηκαν από το 1974 μέχρι και το 2000, και συγκεκριμένα τις δια-Λογικές αναπαραστάσεις του γειτονικού Αλβανικού λαού. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η Κριτική Ανάλυση Λόγου, όπως ορίστηκε και διαμορφώθηκε κυρίως από τους Fairclough, Wodak και Jaeger, καθώς κρίθηκε ως πλέον κατάλληλη όχι μόνο για να προσεγγίσει το περιεχόμενο των βιβλίων, αλλά και για να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους ο Λόγος των σχολικών εγχειριδίων εξελίσσεται και αντικατοπτρίζει τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε, αλλά και στη συνέχεια αποκτά ο ίδιος μορφοποιητική δύναμη ως προς την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία υποστασιοποιείται. Η έρευνα έδωσε μια σειρά από ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως ότι τα σχολικά βιβλία της Στ’ Δημοτικού παραμένουν σε χρήση από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και το 1989· ότι οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των Αλβανών διατηρούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980· ότι μια σειρά από αποσιωπήσεις και παρερμηνείες έχουν ως αποτέλεσμα τη συνολική άγνοια για το γειτονικό λαό, αλλά και την κατασκευή της εικόνας της ομοιογένειας του ελληνικού λαού· ότι τα νεότερα βιβλία, αν και υιοθετούν πιο σύγχρονες επιστημονικές και παιδαγωγικές προσεγγίσεις, αποσιωπούν καθολικά την ύπαρξη των γειτόνων· τέλος, ότι ο συνδυασμός των στερεοτυπικών αναπαραστάσεων, των παρερμηνειών και των αποσιωπήσεων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία φοβικού συνδρόμου έναντι των «Άλλων» για τους σύγχρονους Έλληνες. Τα ευρήματα της έρευνας εντάσσονται στη γενικότερη συζήτηση για την κατασκευή του εθνικού εαυτού στα πλαίσια του εθνικού κράτους διά της σχολικής ιστοριογραφικής παράδοσης. Επίσης, τονίζεται ο ρόλος της σχολικής Ιστορίας στην αναπαραγωγή μιας παγιωμένης εθνικής εικόνας, ομοιογενοποιημένης, χωρίς εσωτερικές ανισότητες και διαφοροποιήσεις, διά της εχθρικής αντιδιαστολής με τις γειτονικές ετερότητες.








Επίσης ελεύθερο στο διαδίκτυο, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.openbook.gr/fylo-scholeio-vivlia-afigiseis/, μπορείτε να διαβάσετε και να κατεβάσετε δωρεάν το βιβλίο μου με τίτλο 

«Φύλο, σχολείο, βιβλία, αφηγήσεις: το έμφυλο πρόσημο της σχολικής Ιστορίας». 


Περίληψη:
Το βιβλίο αυτό που κρατάτε στα χέρια σας (ή βλέπετε στην οθόνη σας) είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης έρευνας και προβληματισμού της συγγραφέα και ερευνήτριας για ζητήματα που σχετίζονται με το φύλο και τα σχολικά εγχειρίδια, ιδιαίτερα αυτά της σχολικής Ιστορίας. Έχει την ιδιαιτερότητα ότι δεν γράφτηκε εξαρχής ως ξεχωριστός τόμος, αλλά αποτυπώνει την πορεία του προβληματισμού της ίδιας για τα παραπάνω ζητήματα στην πορεία του χρόνου.





Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Ο μάγος

 

Ώρες την περίμενε και δεν ερχόταν. Περίμενε μοναχή της, μες στη χαμηλή κάμαρα με το μπουχαρί, με τη σαρμανίτσα στη γωνιά και το μωρό να κλαίει. Το παιδί που έκλαιγε συνέχεια, από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Είχε και δυο κορίτσια, πιο μεγάλα. Τη φαρμάκωνε η πεθερά της κάθε φορά που γεννούσε. “Τζάμπα σ'είπ' η μάνα σ' Αγόρω, μαρή. Ούλου κουρίτσια μας γέμ'σες, να δω τι προίκα θα τσ' φκιάξ'ς”, της είχε πετάξει στα μούτρα με το που τράβηξαν το Λενιώ της από μέσα της, πριν καλά-καλά το πλύνουν και της το δώσουν να το κρατήσει. Και μετά η πεθερά είχε φτύσει στο χωματένιο πάτωμα και είχε φύγει ζώνοντας την ποδιά της, όλο νεύρα για την άχρηστη που πήρε ο γιος της.

Όμως να, είχε έρθει και το παιδί. Χαρά που την είχε. Τη λυπήθηκε ο θεός. Όλοι την ήθελαν τώρα, “δεν ειν' κι ντιπ άχρηστ"”, είχε πει η πεθερά. Και το θήλασε τ' αγόρι της, το λάτρευε σαν τον ήλιο την άνοιξη, το χάιδευε και του τραγουδούσε, το κουνούσε με το πόδι στη σαρμανίτσα, μην το'χει κι όλο αγκαλιά, παιδί πράμα, να το χαλάσει. Αλλά νωρίς η καρδιά της άρχισε να κλείνει, να τρέμει, να κλαίει βουβά. Σαν πολύ να έκλαιγε το παιδί. Σαν να μην μπορούσε να φάει, σαν να ήταν τα μάγουλά του χλωμά, τα μάτια του να μην άνοιγαν.... Και πήγε ο Άντρας στην πόλη με τ'άλογο να μηνύσει του γιατρού να'ρθεί. Δεν ήθελε να έρθει, αλλά ήρθε. Το κοίταξε το παιδί από 'δω, το κοίταξε από 'κει, “ο υιός σας νοσεί. Η νόσος είναι γνωστή ως θαλασσαιμία. Δυστυχώς, δύσκολος η επιβίωσίς του”. Ακούστηκε ο θρηνητικός αλαλαγμός των γυναικών που είχαν μαζευτεί στην αυλή. Να λύνουν τις τσίπες τους και να χτυπιούνται, “πάει, πάει του παιδί”. Πάει το παιδί...πάει το παιδί, το δικό μου το παιδί, το κομμάτι από το σπλάχνο μου, το φως της κάθε ημέρας που ξημερώνει, ο προστάτης μου και η περηφάνεια μου σ' αυτόν το κόσμο που νομίζει ότι είμαι άχρηστη, κι αν γεννήσω κι άλλο και πεθάνει κι αυτό, της Βασλάκαινας ένα παιδί και δυο κορίτσια τής πέθαναν, αν γεννήσω κι άλλο και το χάσω κι αυτό να πεθάνω, να πεθάνω εγώ πρώτα.... Όχι το δικό μου το παιδί.

Ο Άντρας έσκυψε το κεφάλι και βγήκε έξω. Πιο σκυφτός απ'ό,τι χρειαζόταν για να χωρέσει το μπόι κάτω από το κατώφλι του πλινθόκτιστου σπιτιού. Του σπιτιού που είχε μαζευτεί όλος ο μαχαλάς να χτίσει. Την είχε αγαπήσει τη γυναίκα του, την είχε βάλει στο μάτι αλλά δεν της μιλούσε, μην το χαλάσει το κορίτσι, μην είναι μιλημένο και δεν το παίρνει κανείς μετά. Η θεια του τα κανόνισε κι ύστερα οι γονείς, την προίκα, το γάμο. Στην αρχή μέναν όλοι μαζί, με τα παππούδια, μετά ήρθαν οι τεχνίτες απ' το διπλανό κεφαλοχώρι, με τα καλούπια τους και τα εργαλεία τους, μαζεύτηκε κι ο κόσμος, ε τι πανηγύρι είχε γίνει, παιδιά και κορίτσια, μεγάλοι και μικροί, άντρες και γυναίκες, μαζεύαν τη λάσπη και την πλάθαν, να στεγνώσει στον ήλιο και να γίνει πλιθί. Έπειτα ο Άντρας έχτισε το σπίτι, λίγες πέτρες κάτω, χαμηλά, και πάνω σειρά τα πλιθιά. Παλάμισε ψιλό το χώμα στο πάτωμα μέσα, να σαρίζεται καλά, να είναι καθαρό. Παραδίπλα έστησε το κουζινάκι με το μπουχαρί και τη γάστρα του, με την πουλίτσα να βάνει τα εργαλεία του, και το αποχωρητήριο μακριά, όσο πιο μακριά από το σπίτι μπορούσε, να μη βρωμάει. Καλή γυναίκα είχε πάρει. Όμορφη και νοικοκυρά. Κι αυτός καλός ήταν, ωραίος και δουλευτής. Αλλά τώρα....

Έπρεπε να τους είχε ακούσει. Να κάνει το γάμο νύχτα, μην τους δουν οι μά'ισσες και τους δέσουν. Νύχτα δεν πιάνουν τα μάγια. Του το 'λεγαν οι αδερφάδες του, “καλή γυναίκα πήρες, να φοβάσαι τα μά'ια”, μα δεν τις άκουσε. Όλο χαρά χορέψαν στο σπίτι του πεθερού του, στην πλατεία με τους βλάμηδες, κεράσαν τους γύφτους με τα κλαρίνα, ε ρε τι έγινε... Είχαν δίκιο, όμως. Τους πιάσαν τα μά'ια.

Κι η γυναίκα τα ίδια σκεφτόταν. Ήταν εκείνη η καμπούρα, η μισότυφλη, η κουτσή, την είχε κοιτάξει που έμπαινε στο σπίτι της χαρούμενη, με την κοιλιά τούρλα, έτοιμη να γεννήσει το πρώτο το κορίτσι της και τη ζήλεψε, “κουκουβά'ια να λαλήσ' στο σπίτι σ'”, της είχε πει. Κι αυτή γέλασε στα μούτρα της. Νέα, καρπερή, λατρεμένη από τον Άντρα, με το σπίτι τους, το άλογο στο στάβλο, δεν την τρόμαζε η γριά. Η γριά που έδενε τις νύχτες το φεγγάρι.

Σύνορο ήταν το οικόπεδό της με της γριάς. Αυτή κοιτούσε τις δουλειές της – και δεν είχε λίγες. Να ζαλωθεί το μωρό, να πλύνει στη σκάφη στην αυλή, να ζυμώσει, να φτιάξει πίτες, να φουκαλίσει τριγύρω, να φυτέψει και τριανταφυλλιές στους γκαζοντενεκέδες. Πολύ νοικοκυρά, όλοι την καμάρωναν. “Μη κουσεβ'ς τρόιρα, κουρτσάκι μ', καμάτουσες”, της φώναζε η γριά η μονόφθαλμη, που όλα τα έβλεπε, που μάζευε τις παπαρούνες να τις βράσει, να φτιάξει μάκο για να ποτίσουν τα μωρά που κλαίγαν χωρίς σταματημό, για να κοιμούνται ήσυχα. Γιατί κι αυτή έβλεπε. Έβλεπε τον κόσμο που έμπαινε στο σπίτι της γριάς. Να πάρουν το μάκο, να ποτίσουν τα μωρά για να πάνε στα χωράφια, ποιος θα τα κοιτούσε τόσα μικρά, να κοιμούνται όλη μέρα. Αλλά άμα το φτιάχναν μόνοι τους, τα μωρά μπορεί να μην ξυπνούσαν. Η γριά ήξερε πώς να το φτιάξει. Να πάρουν το κοκκαλάκι της νυχτερίδας να το βάλουν στο μαξιλάρι τους τα κορίτσια τους, να είναι τυχερά. Να πάρουν μυστικά τυλιγμένα στο μαντήλι οι παντρεμένες, να τα ρίξουν στον καφέ του Άντρα, να γυρνάει από του μαγαζί πιο νωρίς τα βράδια. Φέρναν και τα παιδιά τους. Τα μικρά, που έκλαιγαν πολύ, γιατί ξεστρίφτηκε ο αφαλός τους. Τα'βαζε η γριά στο κρεβάτι ανάσκελα, έβγαζε την τσίπα και τα τύλιγε, έλεγε τις μυστικές κουβέντες και φεύγαν τα παιδιά ημερωμένα, γελαστά. Κι απ' τη Λάρισα ερχόταν άμα ξεστριβόταν κανένα παιδί, να το φτιάξει η γριά.

Και τώρα την περίμενε. Ο Άντρας ήταν στο μαγαζί, να πίνει τσίπουρο, να πνίξει τη ντροπή για τη συμφορά που τον βρήκε. Ήταν νέοι, ναι, αλλά αυτό ήταν το πρώτο τους παιδί. Κι αν δεν έπιανε άλλο; Αν έκανε μόνο κορίτσια; Μόνο μπελάδες, πανάθεμά τα, κι ας τ' αγαπούσε, ειδικά την πρώτη, που ήταν όμορφη και μυαλωμένη, την κοιτούσε μες στα μάτια κι έλιωνε. Χωρίς παιδί, όμως, τίποτα δεν ήταν, ποιος θα τον βοηθούσε να προικίσει και τα κορίτσια, ήταν φτωχός, τριάντα στρέμματα χωράφια είχε όλα-όλα και αυτά τα ξεπλήρωνε με το δάνειο που πήραν με τον αναδασμό, όταν φύγαν οι τσιφλικάδες. Κολίγας χωρίς παιδί, χειρότερος απ'όλους...

Ήρθε η γριά, μες στη νύχτα. Ναι, μα'ια τους είχαν κάνει, τι ξέρουν οι γιατροί, τίποτα δεν ξέρουν. Αυτή όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ήξερε αυτή τόσο μεγάλα μα'ια να τα λύνει. Μπορούσε να δει ποιο κορίτσι θα παντρευτεί, ήξερε το σερνικοβότανο, να ξεχωρίζει τις καλές τις παπαρούνες, αλλά τα μα'ια αυτά δεν τα 'ξερε. Όμως στο διπλανό χωριό ήταν ένας άλλος, άντρας, μάγος κι αυτός. Τον ξέραν όλοι. Ερχόταν κι απ' την Αθήνα, να τους λύσει τις κακές αρρώστιες. Είχε ένα βιβλίο, αρχαίο, με γραμμένα λόγια μέσα, κρυβόταν μυστικά στο μέσα το δωμάτιο τις νύχτες και το διάβαζε με το κερί. Φορούσε καθαρό πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι πάνω και είχε λεφτά, πολλά λεφτά, αλλά κανείς δεν του τα 'κλεβε γιατί όλοι τον φοβόνταν. Σ' αυτόν να πήγαινε.

Σ'αυτόν και πήγε. Την άλλη μέρα, δεν είχε ξημερώσει καλά, ζαλώθηκε το παιδί και το'κοψε με τα ποδάρια. Στάθηκε έξω από το σπίτι. Είχε τυλιγμένες στο μαντήλι τις λίρες που πήρε τη νύχτα αργά μέσα από το γιούκο, χωμένες κάτω απ’ τα κιλίμια, όταν ο Άντρας κοιμόταν βαριά από το τσίπουρο. Και κίνησε για το διπλανό χωριό. Είχε πάει και στην εκκλησία να ανάψει ένα κερί, αλλά δεν πολυπίστευε ότι κάτι θα κάνει. Είπαμε, καλή ήταν σε όλα, έκανε τα υψώματα όταν γιόρταζε ο άντρας και τα κορίτσια, ζύμωνε τα πρόσφορα, έφτιαχνε τα κόλυβα, ε, πήγαινε και στη λειτουργία αλλά τίποτα δεν καταλάβαινε. Έψελνε παράφωνα ο παπα-Λάμπρος, στεκόταν όλες λίγη ώρα παράμερα, κοιτούσαν ποια έλειπε, λέγανε γιατί, ποιος ήταν άρρωστος, ποιος πέθανε, κανα-δυο κουβέντες ακόμα και μετά κατηφόριζαν στα σπίτια τους. Αλλά ο παπάς ήταν για να θάβει τους πεθαμένους, όχι για να κάνει καλά τους άρρωστους. Δεν ήξερε αυτός τους μυστικούς ρυθμούς της γης, αυτούς που χτυπάνε σα φλέβα τους χειμώνες κάτω από την ομίχλη στα βαλτοτόπια του θεσσαλικού κάμπου, που δένονται με τη λάσπη και τυλίγονται σα δόγκανα στους αστραγάλους των ανθρώπων, που κάνουν τις γυναίκες να πονάνε στις γέννες και να κυβερνάνε τη γη με το αίμα της περιόδου τους, τι να ξέρει κι ο παπάς για την ψυχή της γης που ανασαίνει μες στην κολλώδη ζέστη του εφιαλτικού καλοκαιριού, που οι άνθρωποι μοχθούν να την καρπίσουν ζευγαρωμένοι με τα ζώα τους, δεμένοι στον ίδιο ζυγό, στον ίδιο ρυθμό, στην ίδια ζωή. Όχι, αυτή τη γη την καρπερή, την κυρίαρχη, την πανταχού παρούσα μόνο οι μάγοι και οι μάγισσες την ήξεραν, μπορούσαν να μαζέψουν τα ματζούνια, να τα γνωρίσουν, να τα παντρέψουν, να τα ποτίσουν στους αρρώστους, στις ανύπαντρες, σ'αυτές που θέλαν να κάνουν παιδιά, σ'αυτές που ήταν στέρφες και καταραμένες. Αυτοί κι αυτές ήταν που αφουγκράζονταν τους πόνους και τον παλμό της ζωής και ξέραν πώς και πότε να την ξεγεννήσουν.

Τον βρήκε. Της άνοιξε την πόρτα. Ήταν άνθρωπος με μάτια σχιστά, μάλλινο γιλέκο, καλό παντελόνι με τσάκιση. Την έβαλε μέσα. Της πήρε τα λεφτά. Της έδωσε ματζούνια, μουρμούρισε κάτι λό'ια και την έδιωξε. Γύρισε σπίτι. Δεν έκλαιγε, δε γελούσε. Το παιδί της πέθανε. Είχαν προλάβει και το βάφτισαν και το έθαψαν στο νεκροταφείο του χωριού. Ο Άντρας είδε ότι έλειπαν οι λίρες, της το είπε, την κοίταξε. Τον κοίταξε κι αυτή.

Τα χρόνια πέρασαν. Η γυναίκα ξαναγέννησε πολλές φορές, και παιδιά, και κορίτσια. Ήταν τυχερή. Κι αυτή κι ο Άντρας.


Σημ.: Βραβεύτηκε με το τρίτο βραβείο διηγήματος στον Δ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό "Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη" το 2019.