Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Διήγημα: “Για τον Αλέξανδρο”

 Διήγημά μου με τίτλο "Για τον Αλέξανδρο" δημοσιεύτηκε στο ψηφιακό περιοδικό fractal στις 26/1/2021. Μπορείτε να το διαβάσετε και παρακάτω:


Τι όμορφο μωρό που ήταν όταν γεννήθηκε! Το πιο όμορφο στην αίθουσα των νεογνών, εκεί που τα βάζουν όλα στη σειρά, μέσα στα κρεβατάκια από διάφανο πλέξιγκλας, και τσιροκοπάνε ή κοιμούνται όλα τακτοποιημένα, ευωδιαστά σαν φρεσκοψημένα ψωμάκια μέσα στα πυρεξάκια τους. Όλα όμορφα λένε ότι είναι οι συγκινημένοι συγγενείς τα νεογνά, εύθραυστα και αδύναμα, με όλη την ελπίδα της ζωής να τα τυλίγει σαν πηχτή, απτή αύρα, να υποχρεώνει τους ενήλικες να τα αγκαλιάζουν με τις μακριές φτερούγες τους, να τα υπηρετούν και να τα θρέφουν και να τα προστατεύουν και να τα νοιάζονται και να τα νανουρίζουν και η φροντίδα κι η αγάπη τελειωμό να μην έχουν. Εδώ που τα λέμε, όμως, δε γεννιούνται όλα τόσο όμορφα, μερικά έχουν κεφάλι σαν οβίδα, άλλα έχουν ξηροδερμία, άλλα είναι σταφιδιασμένα, άλλα μελανά γιατί, η αλήθεια να λέγεται, η διαδικασία της γέννησης είναι επώδυνη και για τη μάνα αλλά και για το βρέφος. Παίρνει βδομάδες να συνέλθει και να ανθρωπέψει, να αρχίσουν να φαίνονται τα χαρακτηριστικά του. Αλλά αυτός… αυτός ήταν πανέμορφος από γεννησιμιού! Από την πρώτη στιγμή που ανέπνευσε το οξυγόνο ήταν δυνατός και ροδαλός. Τι γρήγορα και δυνατά που έκλαψε, τι στρογγυλό που ήταν το μουτράκι, τι πυκνά που ήταν τα μαλλιά του, ξανθά και μεταξένια. Το αγοράκι αυτό το είχε προικίσει η φύση με δύναμη, ομορφιά και υγεία. Είχε ξετρελάνει τις νοσοκόμες, που έβλεπαν δεκάδες μωρά το μήνα. Ειδικά στο δημόσιο νοσοκομείο, υπήρχε και μεγάλη ποικιλία προέλευσης, από προσφυγοπούλες και τσιγγάνες μέχρι πελάτισσες των γιατρών που έπιαναν τα δίκλινα. Και ο Αλέξανδρος ήταν από τα πιο όμορφα που είχαν δει τα μάτια τους.

Η μάνα του ήταν νέο κορίτσι. Ξανθιά και γαλανομάτα, μια σλαβική δίμετρη κουκλάρα που ενέσκηψε ως θεά στη χώρα των μαυριδερών νοτιοβαλκανίων και των – σχεδόν - στεατοπυγικών γυναικών τους, όπου βρέθηκε ακολουθώντας το μεταναστευτικό ρεύμα της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, προκαλώντας θύελλες πάθους και λαγνείας στο εφηβικό της πέρασμα. Λαγνεία και πάθος ένιωσε μοιραία και η ίδια, πράγμα εντελώς φυσικό και αναμενόμενο, μιας και η νιότη κάνει τους χυμούς να τρέχουν στα κορμιά και τις φλέβες των ανθρώπων και, ενίοτε, έως ανησυχητικά συχνά, να θολώνουν την κρίση προκαλώντας εκείνη την προσωρινή, χημική παραφροσύνη που έχουμε μάθει να δοξάζουμε ως έρωτα. Ερωτεύτηκε, λοιπόν, παράφορα έναν αντίστοιχα προικισμένο νέο, ο οποίος έβγαζε το χαρτζηλίκι του δουλεύοντας ως “πόρτα” σε νυχτερινά μαγαζιά, τουτέστιν έκανε και τον μπράβο για το αφεντικό και στη συνέχεια, όταν τεκμηριώθηκε η εχεμύθεια και το μπεσαλίκι του, το παιδί για όλες τις δουλειές, αλλά τις σημαντικές, αυτές που το αφεντικό εμπιστευόταν σε λίγους. Ήταν κούκλος, ήταν στο επίκεντρο των πραγμάτων, είχε αυτοκινητάρα, στα μαγαζιά τα βράδια τους ξέραν και τους καλοδέχονταν όλοι. Ήταν το λαμπερό ζευγάρι που όλοι χαζεύουν. Τα είχαν όλα.

Όλα. Και μαύρα, και άσπρα, και εμφιαλωμένα, και τα καινούρια, και τα κρυσταλλικά, και ό,τι τραβούσε η ψυχή τους. Αλλά έμπλεξαν με απαιτητική ερωμένη. Η πρέζα τους ρούφηξε. Σε δυο χρόνια μαράζωσαν, κύρτωσε το κορμί τους, αραίωσαν τα μαλλιά τους, στέγνωσε η ψυχή τους. Κατάφερναν και ξέκοβαν πού και πού, για μικρά διαστήματα, έμπαιναν σε στεγνά προγράμματα απεξάρτησης, άλλες φορές στη μεθαδόνη, σιχάθηκαν ο ένας τον άλλο και τον κόσμο ολόκληρο. Εν τω μεταξύ, είχαν έρθει και τα παιδιά. Άλλα στις μέρες της δόξας, άλλα στις μέρες της παρακμής. Τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Πέντε παιδιά, προικισμένα από τη φύση. Να μεγαλώνουν χωρίς γονείς, σαν τα χορταράκια στα ρείθρα των πεζοδρομίων.

Ευτυχώς είχαν το ένα το άλλο. Ο μεγαλύτερος έγινε στοργικός και προστατευτικός με τα μικρότερα. Όχι ότι είχαν και μεγάλη διαφορά ηλικίας, ενάμιση με δύο χρόνια το πολύ. Ο πατέρας φευγάτος, πού και πού επέστρεφε. Μια γιαγιά και κάτι συγγενείς φρόντιζαν τα μικρά όσο μπορούσαν. Όσο άντεχαν. Γιατί η πρέζα τους έσπρωχνε σαν κύμα κι αυτούς μακριά. Δεν είναι ναρκωτικό όπως λέει ο κόσμος, όχι, η πρέζα είναι μια ύπαρξη που έρχεται και καταλαμβάνει το σώμα σου και το τρώει από μέσα και το ρουφάει και έχει όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις. Σου δίνει στην αρχή, σου δίνει λησμονιά, μια γαλήνη και μια λαχτάρα σαν ζεστό κύμα να κατακλύζει το κορμί σου ξεχειλίζοντας από το βάθος των σωθικών σου, δυνατό, βελούδινο και γλυκό σαν πρώτος έρωτας, σαν την πρώτη φορά που μαθαίνεις να αγαπάς και να οσμίζεσαι το κορμί ενός άλλου ανθρώπου και να ενώνεσαι μαζί του ώστε να μην ξεχωρίζει η ύπαρξη του ενός από το άλλο, αλλά πιο απόλυτα, πιο καταιγιστικά, σαν λευκή καταιγίδα. Και μετά σου τα παίρνει. Κάθε φορά και περισσότερο. Και σουτάρεις πιο πολύ για να το ξαναβρείς, και μετά πιο πολύ και πιο πολύ, απλά και μόνο για να βρεις τη δύναμη και να πας να βρεις το επόμενο φιξάκι και δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο, ούτε να πλυθείς, ούτε να φας, ούτε πού μένεις. Τα υπόλοιπα είναι μια παρένθεση. Ακόμα και τα παιδιά σου. Γιατί το ανθρώπινο σώμα είναι ο ναός της ψυχής, και αν την ψυχή σου την έχει κουρσέψει η χημεία και τον ναό τον έχει πλημμυρίσει ο βούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει εκεί μέσα τίποτε άλλο. Μόνο όταν βγάζεις για λίγο το κεφάλι σου στην επιφάνεια και βλέπεις πού βρίσκεσαι, κλείνεις τα μάτια και χώνεσαι βαθύτερα. Γιατί δεν αντέχεις την εικόνα σου την ίδια.

Εκεί έμενε η μάνα του Αλέξανδρου. Στον πλημμυρισμένο ναό της. Και τα παιδιά σε ένα ίδρυμα, πολύ μακριά. Όμως όλα μαζί. Οι συγγενείς, που πίστευαν στην οικογένεια, φρόντιζαν να είναι πάντα όλα μαζί. Ο πατέρας ήταν αλλού, σε άλλη πόλη, μακριά. Κάποια στιγμή η μάνα ούρλιαζε μέσα στον καταποντισμένο εαυτό της και αναζητούσε τα παιδιά της. Δεν μπορούσε να έχει την επιμέλεια ο πατέρας, ήταν και όμορφα, και τα αγόρια και τα κορίτσια, αυτός έκανε παρέα με πολλούς, το μάτι τους ήταν πονηρό, τα πονούσε τα παιδιά της, δεν τα ήθελε δουλάκια. Κέρδισε την επιμέλεια να τα έχει κοντά της αλλά, τι τα θες, δεν ήταν πια για πολλά, το καράβι της είχε τσακιστεί στα βράχια. Τα παιδιά μπαινόβγαιναν στα ιδρύματα και στις δομές φιλοξενίας, η μάνα μπαινόβγαινε στο ψυχιατρείο και στις πιάτσες, η ζωή δεν είναι για όλους διαφήμιση με κυριακάτικα πρωινά στη λιακάδα. Και τα παιδιά μεγάλωναν όλα μαζί. Όμορφα, ψηλά, μελένια και γαλάζια σαν ρώσοι ευγενείς. Έτσι τα είχε προικίσει η φύση.

Όμως οι άνθρωποι είχαν αποφασίσει αλλιώς. Τα δώρα της φύσης είναι εμφανή στην όψη και στην ομιλία, αλλά ο καθένας έχει μια θέση σ’ αυτή τη ζωή και οι υπόλοιποι του φέρονται ανάλογα μ’ αυτή. Ο Αλέξανδρος, για παράδειγμα, κάποια στιγμή έμεινε μόνος του. Επιπλέον, ήταν και ολοφάνερα απροστάτευτος. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σκάρτοι, όχι, τα φρόντισαν τα παιδιά οι υπηρεσίες, δεν τα άφηναν στο δρόμο. Αλλά γονείς δεν γίνονται οι υπάλληλοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί. Και οι νόμοι έχουν και παράθυρα και γκρίζες ζώνες. Κάπως έτσι, τα μικρότερα κατέληξαν πάλι στο ίδρυμα, μετά από ένα μικρό διάστημα που πέρασαν φιλοξενούμενα του πατέρα, όταν η μάνα κάπου είχε χαθεί, το οποίο έληξε με την κινηματογραφική, ένοπλη καταδίωξη των μεγαλύτερων από τα φιλαράκια του μπαμπά στα χωράφια και τους αγρούς, έξαλλοι που είχε χαθεί από το τραπέζι της κουζίνας μια σακούλα κόκα. Ο Αλέξανδρος, όμως, κόντευε τα δεκαοκτώ. Θα τα έκλεινε σε δεκατρείς μήνες. Ο εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι, σχεδόν ενήλικος, δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα μικρότερα σε δομή ανηλίκων. Κι έμεινε να αιωρείται ανεπιθύμητος στο παιδοψυχιατρικό τμήμα των μεγάλων νοσοκομείων της πόλης – οι παραισθήσεις του είχαν τεκμηριωθεί όταν κατήγγειλε στην αστυνομία ότι ο πατέρας του τον κυνηγούσε να τον σκοτώσει, χωρίς να εμπλέξει τα μικρότερα αδέλφια του στην ιστορία. Ήταν μεγαλύτερος, άλλωστε, έπρεπε να τα προστατεύσει. Ασφαλώς και δεν έγινε κάτι τέτοιο, κύριε αστυνόμε, το παιδί είναι τρελό, με ξέρετε από παλιά, από τότε που τα πίναμε παρέα, κλείσιμο ματιού, συνωμοτικό γελάκι, τι ωραία που περνούσαμε, η σύζυγος πώς είναι, τα παιδιά;

Ήταν όμορφος. Ο πιο όμορφος απ΄όλους. Στο νοσοκομείο στο οποίο κατέληξε έγκλειστος στο παιδοψυχιατρικό δεν πέρασε απαρατήρητος. Δεχόταν επισκέψεις τα βράδια. Προσπάθησε να ξεφύγει. Έσπασε το πόδι του. Ήταν, πια, εγκλωβισμένος. Δεν μπορούσε να τρέξει, να παλέψει. Amber alert στις ειδήσεις, αγνοείται. Τι παράξενο, ο συναγερμός σήμανε οκτώ μέρες αφότου εξαφανίστηκε. Τον έψαχναν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Δώδεκα μέρες μετά, βρήκε το πτώμα του ένας περαστικός που είχε βγάλει βόλτα τα σκυλιά του. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια ανοιχτά, δίπλα σε ένα χωματόδρομο, σαν να τον είχε ξεφορτώσει κάποιος από αυτοκίνητο και τον έσυρε στην άκρη τραβώντας τον από τα πόδια. Μέσα από την περίφραξη του νοσοκομείου. Δεν είχε καταφέρει να βγει έξω ποτέ, κείτονταν σε ένα απομονωμένο σημείο, μέσα στα δέντρα, κοντά στον φράχτη. Παρότι χιόνιζε τις προηγούμενες μέρες, ο Αλέξανδρος δεν φορούσε μπουφάν. Τον έψαχναν σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά μέσα στην περίφραξη του χώρου από τον οποίο ήθελε να ξεφύγει δεν τον αναζήτησε κανείς.

Μετά εισαγγελείς, ιατροδικαστές, δημοσιογράφοι, δηλώσεις. Είχε πεθάνει από το κρύο, βέβαια, είχε παραισθήσεις, ασφαλώς. Έμεινε να διαμαρτύρεται ο εκπρόσωπος του Χαμόγελου του Παιδιού και μια κοινωνική λειτουργός. Να λένε τα προφανή. Τα οποία κανείς δεν τολμούσε να αποδεχτεί, για ποιον λόγο άλλωστε, το παιδί δεν ήταν γνωστός ή συγγενής κανενός, δεν τον είχε αναζητήσει κανείς, άσε που δεν ήξεραν με ποιους θα έμπλεκαν, ποιοι δεν ήθελαν να μαθευτεί ότι είδαν, ότι γνώριζαν, ότι είχαν απλώσει το χέρι τους για να χαϊδέψουν το παιδί που είχε παραπέσει στα πόδια τους.

Στην κηδεία ήταν λίγοι άνθρωποι. Η αδελφή του ούρλιαξε όρθια, περήφανη και ανήμπορη, μπροστά στον τάφο και κατέφυγε στην ύστατη ελπίδα των αδύναμων για δικαιοσύνη: καταράστηκε τους φονιάδες. Μετά φτυάρισαν το χώμα στο φτηνό φέρετρο, οι συγγενείς έσκυψαν το κεφάλι και αποχώρησαν, κάποιοι μουρμουρίζοντας ότι ίσως, τελικά, το παιδί να ήταν πράγματι τρελό. Γιατί αν δεν ήταν, θα έφταιγαν κι αυτοί, θα φταίγαμε όλοι που κατέληξε σ’ ένα λάκκο πριν κλείσει τα δεκαοκτώ. Κι εμείς δε φταίμε, δεν κάναμε κανένα λάθος εμείς, έτσι δεν είναι;


Δεν υπάρχουν σχόλια: