Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

"Ανέστης και Γρηγόρης": διήγημα στον συλλογικό τόμο "Οι εκπαιδευτικοί γράφουν"

 Στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Οι εκπαιδευτικοί  γράφουν" φιλοξενήθηκε το διήγημά μου "Ανέστης και Γρηγόρης". 

Το διήγημα αυτό αξιοποιήθηκε σε τάξεις γυμνασίου και λυκείου από τους καλούς συναδέλφους Ελένη Παπαδοπούλου και Πανταζή Μητελούδη.

Μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω.













Ωραίο ήταν το απόβραδο στη Χαλκιδική. Μακριά από τον καύσωνα της πόλης, κάτω από τα πεύκα, δίπλα στο κύμα, με τις μυρωδιές της αλμύρας και του δέντρου, τους ήχους των τζιτζικιών, το γλυκό, σαμιώτικο κρασί να ζαλίζει τη σκέψη μας μετά τις βουτιές στα σμαραγδένια, εξωτικά νερά που ευλογηθήκαμε να επισκεπτόμαστε μέσα σε μια ώρα με το αυτοκίνητο από το σπίτι μας. Ήμασταν μεγάλη παρέα, φίλοι, κουμπάροι, με τα παιδιά και τα κατοικίδιά μας, είχαμε επισκεφθεί παλιό συμφοιτητή που εγκατέλειψε το αντικείμενο των σπουδών του, δόθηκε ολόψυχα στη δουλειά που κληρονόμησε από τον πατέρα του και πρόκοψε. Μας είχε καλέσει να καμαρώσουμε κι εμείς το νέο resort που εγκαινίασε, έτσι το έλεγε, resort, τον κοροϊδεύαμε λίγο, αλλά με αγάπη, όπως παλιά, γιατί προτιμούσε τον αγγλικό όρο και όχι τον ελληνικό, αφού υπήρχε μια χαρά λέξη, θέρετρο, “Το θέρετρο μου θυμίζει φέρετρο, είναι μακάβριο και αντιεμπορικό”, απαντούσε ετοιμόλογος. Γελούσαμε. Όμορφο δειλινό, γλυκό, άπλωνε η καρδιά μας στην αγάπη και τη θαλπωρή των ανθρώπων που γνωρίζονται από παιδιά, από τότε που δεν είχαν βγει ακόμα από τη χρυσαλλίδα τους και ύφαιναν τα φτερά τους με ζαλισμένες, ολονύχτιες φιλοσοφικές αναζητήσεις για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα.

Μια τέτοια κουβέντα ξεκίνησε φυσικά, ανάμνηση αντανακλαστική παλιών συνηθειών, και κείνο το ζεστό βραδάκι, που όλες οι ενήλικες έννοιες για λίγο ξεχάστηκαν, μουδιασμένες στην ομορφιά της στιγμής. Την αφορμή την έδωσε ένα νέο μέλος της παρέας, συνεργάτης του παλιού μας φίλου, ο Ανέστης. Δεν ήταν καλοκαιρινός εκδρομέας σαν κι εμάς, όχι, για δουλειά είχε έρθει και κάθισε μαζί μας για λίγο. Ευχάριστος άνθρωπος, ευγενικός, αν και βαρύς και μετρημένος. Πάνω στο δεύτερο κρασί που μοιράστηκε μαζί μας ήρθε και λίγο φαγητό και η επιμονή του φίλου μας να μην τον αφήσει να οδηγεί νύχτα για να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, ας διανυκτέρευε στο resort, κρεβάτια υπήρχαν. Κι έτσι μείναμε να αμπελοφιλοσοφούμε για το πόσο καθοριστικό είναι το περιβάλλον και τα βιώματα στην πορεία ενός ανθρώπου σε σχέση με την κληρονομικότητα. Με θεωρίες και παραδείγματα από τον μισό αιώνα ζωής που είχαμε ζήσει. Ξεκινήσαμε πιο επιστημονικά και αποστασιοποιημένα και καταλήξαμε, όπως τότε, στα πρώτα χρόνια της νιότης μας, να κάνουμε μισομεθυσμένες προσωπικές εξομολογήσεις, τις οποίες, πλέον, γνωρίζαμε όλοι μας λίγο-πολύ.

Ο Ανέστης μας άκουγε σιωπηλός. Στην αρχή μας κοιτούσε εξεταστικά έναν-έναν, μετά άναψε τσιγάρο – παλιά και ξεχασμένη συνήθεια, όπως είπε – και ατένιζε τη μαύρη θάλασσα. “Σε κουράσαμε με την πολυλογία μας”, είπε η ευγενικότερη της παρέας, “ποια είναι η δική σου γνώμη;”. Όλοι τον προέτρεψαν με ενθουσιασμό να συμβάλει με τις προσωπικές του αναμνήσεις στο θέμα, για να δούμε προς τα πού θα έκλεινε η ζυγαριά με μια φρέσκια ετυμηγορία.

Στην αρχή αρνήθηκε. Από συστολή, υποθέσαμε, και από γαλαντομία και μεθυσμένο ενθουσιασμό επιμείναμε, παρά τις προειδοποιήσεις του ότι θα βάραινε η ατμόσφαιρα, χωρίς να έχει συνεισφέρει τίποτα στο δίλημμα “περιβάλλον ή κληρονομικότητα”. Γιατί ο Ανέστης ήταν ορφανός. Είχε μεγαλώσει στο ίδρυμα του Άγιου Στυλιανού στον Πειραιά, όπου τον είχε παραδώσει πριν κλείσει τα δυο του χρόνια μια ηλικιωμένη γυναίκα. Εκεί έζησε μέχρι τα 18 του, όχι πολύ άσχημα, όχι πολύ καλά, είχε στέγη, φαγητό, δυο ρούχα, πήγαινε στο σχολείο. Αυτά. Μετά πήγε φαντάρος. Όπως είπε, ύστερα άρχισαν τα δύσκολα. Γιατί όσο βρισκόταν εντός του αυλόγυρου ενός ιδρύματος, είτε ορφανοτροφείο, είτε στρατόπεδο ήταν αυτό, υπήρχε ένα δομημένο, καθορισμένο περιβάλλον, με τις βασικές του ανάγκες λυμένες. “Μιλάτε για τις ψυχολογικές σας ανάγκες. Τώρα σας νιώθω, τώρα έχω κι εγώ σπίτι, δουλειά, οικογένεια, όμως όταν απολύθηκα από το στρατό το βασικό μου πρόβλημα ήταν η επιβίωση”. Δεν είχε μάθει ποτέ ποιοι ήταν οι γονείς του, ούτε καν το όνομα της γυναίκας που τον είχε παραδώσει στο ίδρυμα ή τι σχέση είχε με αυτή, αν ήταν συγγενής, γειτόνισσα ή απλά μια άγνωστη που τον είχε περιμαζέψει. Τον απασχολούσε όσο ήταν στο ορφανοτροφείο, αλλά μόνο λίγο, μοιραζόταν την ίδια άγνοια για την καταγωγή του και με άλλα παιδιά, άλλωστε κάποιοι άτυχοι φίλοι του (έτσι τους αποκάλεσε) μπαινόβγαιναν στο ίδρυμα γιατί ο ένας ή και οι δύο γονείς τους τους πετούσαν εκεί σαν ανεπιθύμητους, γιατί δεν είχαν τη θέληση ή δεν ήταν σε θέση να τους αναλάβουν. Μετά τον στρατό δεν πρόλαβε να ασχοληθεί με το ζήτημα, το πρόβλημα της επιβίωσης ήταν πιο άμεσο. Κοιμήθηκε σε παγκάκια και σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, έκανε κάθε είδους χαμαλίκια, τελικά κατάφερε να βρει δουλειά σε μια μικρή αντιπροσωπεία εισαγωγής επαγγελματικού εξοπλισμού για επιχειρήσεις εστίασης, δηλαδή όχι μία μόνο, το παιδί για όλες τις δουλειές ήταν. Στο τέλος η ζωή του πήρε τη ρόδινη εξέλιξη ελληνικής ταινίας, παντρεύτηκε την κόρη του αφεντικού του, ανέλαβε την επιχείρηση, έκαναν παιδιά, “και να με τώρα εδώ, μαζί σας, ισάξιος και αξιοπρεπής, το παιδί που κοιμόταν στις εισόδους των πολυκατοικιών και ξυπνούσε χαράματα, πριν το διώξουν με τις κλωτσιές οι ένοικοι που ξεκινούσαν νωρίς για τη δουλειά τους. Και, καθώς δεν γνωρίζω τους γονείς μου, δεν μπορώ να πω αν με βοήθησε το γονίδιο ή τα βιώματά μου στη ζωή”, κατέληξε με την καλή προαίρεση ανθρώπου που στο τέλος τα κατάφερε και δεν του έχουν μείνει πικρίες – τουλάχιστον όχι πολλές.

“Αλλά πώς και δεν σε υιοθέτησε κάποια οικογένεια;”, ακούστηκε η λάθος ερώτηση πάνω που όλοι είχαμε χαλαρώσει με τον άδολο επίλογο του Ανέστη. Βέβαια, είχε γίνει μια απόπειρα. Μια ψυχολόγος που τους παρακολουθούσε στο ίδρυμα τον είχε συμπαθήσει πολύ. Τον αγαπούσε, έτσι του έλεγε. Και επειδή είχε ήδη ένα μοναχογιό, δυο χρόνια μικρότερο από τον ίδιο, και δεν σκόπευε να κάνει άλλο παιδί αποφάσισε να τον υιοθετήσει. Είχε ολοκληρώσει όλες τις νόμιμες διαδικασίες, του είχε βάλει δεύτερο κρεβάτι στο ίδιο δωμάτιο με τον βιολογικό της γιο, του έδειχνε φωτογραφίες από το σπίτι της, του διηγούνταν τις προετοιμασίες και περίμεναν με αγωνία την ημέρα που θα τον έπαιρνε στο σπίτι, στο σπίτι τους, όπως έλεγε η ίδια. Ήρθε και η μέρα, 18 Απριλίου ήταν, λίγο πριν το Πάσχα, και ο Ανέστης περίμενε στην είσοδο του ιδρύματος, με τα καλά του, με τη βαλιτσούλα του, καλοχτενισμένος, με την καρδιά του να σπάει από την αγωνία. Η ψυχολόγος ήρθε. Τον πήρε από το χεράκι, τον κάθισε στο καναπεδάκι της υποδοχής και του εξήγησε ότι η υιοθεσία δεν μπορούσε να γίνει, γιατί ο γιος της είχε αλλάξει γνώμη. Δεν ήθελε αδελφό. Και η μητέρα του, η ψυχολόγος, έπρεπε να το σεβαστεί. Καταλάβαινε ο Ανέστης, έτσι δεν είναι; Ο Ανέστης, που ήταν οκτώ χρονών.

“Η λέξη συντριβή είναι λίγη για να περιγράψει το πώς αισθάνθηκα. Εσείς, της φιλοσοφικής, ίσως να βρείτε πιο κατάλληλες λέξεις. Επίσης, για πολλά χρόνια τους μισούσα βαθιά, και τη μάνα, και το παιδί της. Το μίσος είχε σταλάξει μέσα στην ψυχή μου. Με σκλήρυνε. Και ίσως ήταν αυτό που με ατσάλωσε και δε λύγισα όταν δεν είχα να φάω, το μίσος για αυτούς του ανθρώπους που με έκαναν να ελπίζω χωρίς να τους το ζητήσω και με πέταξαν σαν το αδέσποτο όταν είχα ανοίξει την καρδιά μου και τους είχα παραδοθεί. Ίσως γι αυτό πάλεψα, ίσως γι αυτό κατάφερα να είμαι τώρα εύπορος, επαγγελματίας, οικογενειάρχης. Γιατί μου χαράκωσε την ψυχή η αδικία. Και σκεφτόμουν ότι όταν μια μέρα τους βρω και τους ξαναδώ, θέλω να είμαι όρθιος και περήφανος. Αυτούς, μάνα και γιο, θέλω να τους ξαναδώ. Αυτούς τους άκαρδους, εγωιστές ανθρώπους που μου φέρθηκαν σαν να ήμουν άψυχο παιχνίδι που το βαρέθηκαν πριν καν παίξουν μαζί του. Τους γονείς μου, όχι, δεν με νοιάζει, μπορεί και να είχαν πεθάνει όταν ήμουν μωρό, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρξαν ποτέ. Αλλά αυτή η μάνα και ο γιος ήταν τα τέρατα της δικής μου ζωής”.

Και κάπως έτσι η χαλαρή βραδιά έλαβε τέλος. Με τη συνειδητοποίηση ότι οι θεωρητικές μας συζητήσεις ωχριούσαν μπροστά στη βιωμένη πάλη της αληθινής ζωής.

Την επόμενη μέρα δεν ακολούθησα την παρέα στην παραλία. Πολύτεκνη μάνα, έμεινα στη σκιά για να φροντίσω το μικρότερο, το στερνοπούλι, το συναχωμένο μου. Ήρθε ο Ανέστης να μου κάνει συντροφιά, μέχρι να τελειώσει ο μεταφορέας που είχε προσλάβει προσωρινά η εταιρεία του, ο Γρηγόρης, το ξεφόρτωμα των καινούριων συσκευών για την κουζίνα του θέρετρου. Πίναμε καφέ και, δειλά, ψελλίζαμε κάποια σχόλια για τη συζήτηση της προηγούμενης νύχτας, να ξορκίσουμε την αμηχανία που ακολουθεί μετά τις εξομολογήσεις μεταξύ άγνωστων ανθρώπων. Τη λέξη “ψυχολόγος” άκουσε και ο Γρηγόρης που είχε σταθεί λίγο παραπίσω να ξαποστάσει και μπήκε στην κουβέντα. “Ψυχολόγος ήταν και η μάνα μου. Δύσκολο επάγγελμα. Η πιο αστεία ιστορία, όμως, είναι που κόντεψε να μου φέρει και αδελφό, να υιοθετήσει ένα ορφανό από τον Άγιο Στυλιανό, στον Πειραιά, εκεί δούλευε. Τελευταία μέρα πριν τον πάρει, άρχισα να κλαίω εγώ, να χτυπιέμαι, δεν τον θέλω, δεν το θέλω, ε, δεν μου χαλούσε χατίρι η μάνα μου, δεν τον πήραμε τελικά”, είπε χαλαρά, γελώντας, ο Γρηγόρης. Κοιταχτήκαμε άφωνοι με τον Ανέστη. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ο Γρηγόρης άλλαξε θέμα, τον ρωτούσε αν θα τον ξαναέπαιρνε στη δουλειά, πότε, ότι ήταν στη διάθεσή του. Ο Ανέστης έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του και του το έχωσε στη χούφτα. Γύρισε την πλάτη, μπήκε στο αμάξι και έφυγε αμίλητος. Ο Γρηγόρης κοίταξε χαρούμενος το φιλοδώρημα. Ήταν πενήντα ευρώ.




Δεν υπάρχουν σχόλια: